υστερόπονοι

υστερόπονοι
οι
οι πόνοι της μήτρας μετά τον τοκετό, η υστεραλγία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υστερόπονοι — οι, Ν ιατρ. οι μετά τον τοκετό πόνοι τής μήτρας, οι πόνοι τής υστεροτοκίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • υστεραλγία — η 1. νευραλγία της μήτρας, μητρόπονος. 2. οι πόνοι της μήτρας μετά την έξοδο του εμβρύου, οι υστερόπονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”